- πιπεροτρίφτης
- ο, ΝΜσκεύος με το οποίο τρίβεται το πιπέρι.[ΕΤΥΜΟΛ. < πιπέρι(ν) + τρίφτης (< τρίβω)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πιπεροτριβεύς — έως, ὁ, Α δοχείο στο οποίο έτριβαν το πιπέρι, πιπεροτρίφτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < πίπερι + τριβεύς (< τρίβω)] … Dictionary of Greek